- ἀμυθήτους
- ἀμῡθήτους , ἀμύθητοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γεζέριχος ή Γιζέριχος ή Γενσέριχος — (389 – 477 μ.Χ.). Βασιλιάς των Βανδάλων και των Αλανών (428 477). Ήταν νόθος γιος του βασιλιά Γοδιγισήλου, αδελφός και διάδοχος του Γονδερίχου, μετά τον θάνατο του οποίου ανέβηκε στον θρόνο της Ισπανίας. Ο Γ., ευφυής άνθρωπος, πανούργος πολιτικός … Dictionary of Greek
Εβραιόκαστρο — Ονομασία πολλών κάστρων κυρίως στη νησιωτική Ελλάδα (Άνδρο, Κύθνο, Πάρο, Αμοργό, Τήνο, Λήμνο κ.α.), όπου απαντά με διάφορους τύπους: Εβριόκαστρο, Οβρεόκαστρο, Οβριόκαστρο, Βριόκαστρο, Βριγιόκαστρο. Η ονομασία Ε. έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις… … Dictionary of Greek
Κιντ, Γουίλιαμ — (William Kidd, Γκρίνοκ, Σκοτία 1645 – Λονδίνο 1701). Άγγλος πειρατής, που έμεινε γνωστός ως Κάπτεν Κιντ. Εγκατεστημένος στη Νέα Αγγλία (ΗΠΑ), διακρίθηκε στους αγώνες του εναντίον των Γάλλων στις Αντίλλες και το 1695 διορίστηκε πλοίαρχος με τη… … Dictionary of Greek
Τρελόνι, Έντουαρντ Tζον — (Trelawny, 1792 1881). Άγγλος φιλέλληνας ο οποίος πήρε ενεργά μέρος στην Επανάσταση. Σε νεαρή ηλικία κατετάγη στο αγγλικό ναυτικό, αλλά φύση ρομαντική και εκκεντρική καθώς ήταν επιδόθηκε γρήγορα στην περιπετειώδη ζωή και εγκατέλειψε τις τάξεις… … Dictionary of Greek